πρωτοποριακός

πρωτοποριακός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει στην πρωτοπορία, που προπορεύεται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρωτοποριακός — ή, ό, Ν [πρωτοπορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτοπορία ή στον πρωτοπόρο, προοδευτικός, νεωτεριστικός 2. φρ. «πρωτοποριακή τέχνη» (καλ. τεχν.) η επινόηση και εφαρμογή νέων, πρωτότυπων ή πειραματικών ιδεών και τεχνικών, αλλ. αβάν… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Αντονιόνι, Μικελάντζελο — (Michelangelo Antonioni, Φεράρα 1912 –). Ιταλός σκηνοθέτης του κινηματογράφου, δημοσιογράφος και κριτικός του κινηματογράφου. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως σκηνοθέτης το 1943 με τη μικρού μήκους ταινία Άνθρωποι του Πάδου, η οποία καταστράφηκε… …   Dictionary of Greek

  • αφρικάανς — Γλώσσα των Μπόερς της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, που αναγνωρίστηκε ως επίσημη γλώσσα το 1925 μαζί με την αγγλική και σήμερα τη μιλά κάτι περισσότερο από το μισό του πληθυσμού. Όταν τον 17ο αι. άποικοι, κυρίως Ολλανδοί, άρχισαν να μεταναστεύουν …   Dictionary of Greek

  • Βάις, Πέτερ — (Peter Weiss, Βερολίνο 1916 – 1982). Γερμανός λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ζωγράφος. Λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, το 1934 υποχρεώθηκε να φύγει από τη ναζιστική Γερμανία και αφού πέρασε από την Αγγλία και την Πράγα (1936… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Γκιλέσπι, Ντίζι — (Dizzy Gillespie, Νότια Καρολίνα 1917 – 1993). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού μουσικού της τζαζ Τζον Μπιρκς (John Birks). Ο Γ. συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους τρομπετίστες της τζαζ, αλλά και στους σημαντικότερους Αμερικανούς μουσικούς… …   Dictionary of Greek

  • Μαμαγκάκης, Νίκος — (Ρέθυμνο 1929 –). Συνθέτης. Καταγόμενος από οικογένεια παραδοσιακών μουσικών, άρχισε τις μουσικές του σπουδές στη Φιλαρμονική Ρεθύμνου και συνέχισε στο Ελληνικό Ωδείο (1947 53) με τους Μιλτιάδη Κουτούγκο, Αντίοχο Ευαγγελάτο, Μάριο Βάρβογλη και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”